- ἀμφημερινός
- ἀμφημερινόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] … Dictionary of Greek
ἀμφημερινόν — ἀμφημερινός masc/fem acc sg ἀμφημερινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφημερινοῖς — ἀμφημερινός masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφημερινοί — ἀμφημερινός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφημερινοῦ — ἀμφημερινός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφημερινούς — ἀμφημερινός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφημερινῶν — ἀμφημερινός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφημερινῷ — ἀμφημερινός masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός … Dictionary of Greek